μεγαλόσχημον

μεγαλόσχημον
μεγαλόσχημος
magnificent
masc/fem acc sg
μεγαλόσχημος
magnificent
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκουκουλισμός — ο (Μ ἀποκουκουλισμός) τελετή κατά την οποία αφαιρείται το «κουκούλιον» μοναχού που προχειρίζεται «εις μεγαλόσχημον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”